- μετεμπίπτει
- μετεμπί̱πτει , μετά-ἐμπίτνωfall uponpres ind mp 2nd sgμετεμπί̱πτει , μετά-ἐμπίτνωfall uponpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.